- λάλας
- λάλᾱς , λάληfem acc plλάλᾱς , λάληfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαλάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 998 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 30 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Αποτελεί έδρα του δήμου Φολόης. Ιστορία. Ο οικισμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με την Ελληνική Επανάσταση. Στις 29 Μαΐου 1821 … Dictionary of Greek
Λάλας, Δημήτριος — (Μεγάροβο Μακεδονίας 1848 – Μοναστήρι 1911). Μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε μουσική στη Βιέννη και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, όπου υπήρξε μαθητής του Ρίχαρντ Βάγκνερ και ένας από τους βοηθούς του κατά την πρώτη διδασκαλία του μελοδράματος Το… … Dictionary of Greek
Steven John Lalas — Steven (Stavros) John Lalas (Greek: Σταύρος Λάλας) is a Greek American and a former State Department communications officer. Charged with espionage related offenses in connection with passing sensitive military and diplomatic information to Greek … Wikipedia
Archea Olymbia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) … Deutsch Wikipedia
Elis — Präfektur Elis (1930–2010) Νομός Ηλείας Basisdaten (April 2010)[1] Staat … Deutsch Wikipedia
GR-14 — Präfektur Elis Νομός Ηλείας Basisdaten Staat: Griechenland Verwaltung … Deutsch Wikipedia
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
lele — LÉLE s.f. 1. Termen de respect cu care se adresează la ţară un copil sau o persoană mai tânără unei femei în vârstă sau cu care vorbeşte despre ea; leică1. ♦ (În poezia populară) Femeie (tânără) iubită; mândră. 2. Femeie rea sau imorală. ♢ expr.… … Dicționar Român